Το πλαστικό χρήμα και οι φόβοι των Ελλήνων
18 Οκτωβρίου 2010«Οι μοιραίες συνέπειες του πλαστικού χρήματος», επιγράφει το ρεπορτάζ του ο Γκερντ Χέλερ στην Frankfurter Rundschau για τις πιστωτικές κάρτες στην Ελλάδα: «Πριν από την κρίση οι τράπεζες χορηγούσαν πιστωτικές κάρτες χωρίς να εξετάζουν την αξιοπιστία των πελατών τους, ορισμένες μάλιστα έστελναν πιστωτικές κάρτες με το ταχυδρομείο σε πελάτες τους χωρίς καν να το ζητήσουν οι ίδιοι. Το όριο πίστωσης άγγιζε μέχρι και τα 10.000 ευρώ ετησίως, ενώ τα επιτόκια κυμαίνονταν μεταξύ 16 και 20%. Έτσι οι μπίζνες με τις πιστωτικές έφερναν κέρδη στις τράπεζες. Τώρα όμως με την κρίση η τραπεζική πολιτική του πλαστικού χρήματος έγινε μπούμερανγκ για τις τράπεζες.
Το 2009 το 13,4% των πιστωτικών καρτών ήταν χρεωμένες και οι κάτοχοί τους αδυνατούσαν να τις εξοφλήσουν, σήμερα το ποσοστό αυτό ανέρχεται ήδη στο 25%. Αυτό σημαίνει ότι οι κάτοχοι των πιστωτικών καρτών έχουν καθυστερήσει τις δόσεις τους για την εξόφληση πάνω από τρεις μήνες. Τα συνολικά υπόλοιπα από πιστωτικές ανέρχονται αυτή τη στιγμή στα εννέα δισεκατομμύρια ευρώ. Χρηματοπιστωτικοί κύκλοι εκτιμούν ότι οι ελληνικές τράπεζες θα αναγκαστούν να αποσβέσουν τουλάχιστον δύο δισεκατομμύρια από αυτό το ποσόν. Ταυτόχρονα αρκετοί πελάτες επιστρέφουν εθελοντικά τις πιστωτικές τους στις τράπεζες. Έτσι εντός ενός έτους μειώθηκε ο αριθμός των πιστωτικών από επτά εκατομμύρια σε έξι. Παρ’ όλα αυτά οι πιστωτικές που διακινούνται στην Ελλάδα είναι σε σχέση με τον πληθυσμό διπλάσιες από αυτές που διακινούνται στη Γερμανία.»
Η Ελλάδα με κρατημένη την ανάσα
«Οι Έλληνες φοβούνται το αύριο», είναι ο τίτλος συνέντευξης της Φωτεινής Τσαλίκογλου, καθηγήτριας ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, προς την αυστριακή εφημερίδα Der Standard. Η κ. Τσαλίκογλου εκτιμά ότι η κρίση επηρεάζει βαθιά τον ελληνικό ψυχισμό: «Στην Ελλάδα φοβούνται το αύριο, στην κυριολεξία το αύριο, ακόμα και ομάδες του πληθυσμού που δεν έχουν οικονομικό πρόβλημα», υποστηρίζει η κ. Τσαλίκογλου.
«Είμαστε μια κοινωνία που έζησε με το παραμύθι της ευημερίας και της αφθονίας και με τη σιγουριά ότι όλα τα πάνε καλά. Έτσι ζήσαμε 20 – 30 χρόνια. Πλέαμε σε πελάγη ευτυχίας, αλλά όλα αυτά δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Η στιγμή της αλήθειας θα ερχόταν, αλλά επειδή έγινε απότομα, οι φόβοι της ελληνικής κοινωνίας είναι μεγεθυμένοι. Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια κατάσταση συνεχούς αναμονής, δισταγμού, αναποφασιστικότητας, με κρατημένη την ανάσα.»
Σε ερώτηση της εφημερίδας γιατί διογκώνεται τόσο ο φόβος για την ανεργία στην Ελλάδα, αφού πρόκειται για μια πανευρωπαϊκή ή μάλλον μια παγκόσμια κατάσταση, η Ελληνίδα ψυχολόγος λέει: «Ενδέχεται η απάντηση να βρίσκεται στις ιδιομορφίες της ελληνικής κοινωνίας. Στη χώρα μας υπάρχει μια παραδοξότητα: ενώ ανήκουμε στις φτωχότερες χώρες της ΕΕ, έχουμε τα μικρότερα ποσοστά αυτοκτονιών. Πώς το εξηγούμε; Πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας τον ρόλο της ελληνικής οικογένειας. Ο κοινωνικός ιστός γύρω από την οικογένεια είναι ισχυρός. Η ελληνική οικογένεια δεν αφήνει τα μέλη της να χαθούν. Είμαστε από τις τελευταίες ευρωπαϊκές χώρες που δεν στέλνουμε τους παππούδες μας στα γηροκομεία. Όταν λοιπόν μια τέτοια κοινωνία ταρακουνηθεί, όπως γίνεται τώρα, το τραύμα μπορεί να είναι πιο βαθύ. Η ιδέα της πτώσης, της απώλειας που έχει αυτή τη στιγμή σχεδόν ο κάθε Έλληνας, καταρρακώνει.»
Στην παρατήρηση της εφημερίδας ότι εφ’ όσον είναι έτσι η ελληνική οικογένεια, γιατί δεν βλέπει την κρίση σαν ευκαιρία, σαν έναν αγώνα που πρέπει να τον κερδίσουν όλοι μαζί οι Έλληνες, η κ. Τσαλίκογλου λέει: «Αυτή είναι η αισιόδοξη πλευρά, υπάρχουν αρκετοί Έλληνες που προσπαθούν να δουν έτσι την κατάσταση. Όμως δεν πιστεύω ότι μπορείς να βελτιωθείς με το πιστόλι στον κρόταφο. Έτσι είναι οι άνθρωποι. Δεν μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι, εάν δεν έχουμε μια κάποια σιγουριά για το μέλλον. Η ανθρώπινη ωριμότητα δεν εξελίσσεται με τη βία, αλλά είναι συνέπεια μιας επίπονης διαδικασίας, μιας συνεχούς θεώρησης των πραγμάτων.»
Η πολυπολιτισμική κοινωνία και η κ. Μέρκελ
Κυρίαρχο θέμα σήμερα στον γερμανικό τύπο είναι η συζήτηση για τη δήλωση της καγκελαρίου ότι «απέτυχε το πολυπολιτισμικό μοντέλο στη Γερμανία».
Παραθέτουμε δύο χαρακτηριστικά σχόλια που αντικατοπτρίζουν και τη συζήτηση περί μετανάστευσης στη Γερμανία.
Η Frankfurter Runschau ασκεί κριτική στην καγκελάριο: «Η εμφάνισή της ήταν με μια λέξη κυνική. Η καγκελάριος ξέρει πολύ καλά ότι η πολυπολιτισμική κοινωνία δεν ήταν εφεύρημα κάποιων ονειροπαρμένων Πράσινων, αλλά πραγματικότητα που δημιουργήθηκε από τις ανάγκες της βιομηχανίας για εργατικά χέρια και υπό την πίεση της παγκοσμιοποίησης. Πρέπει να εξετάσει κανείς αυτά τα δεδομένα και όχι να ειρωνεύεται το πολυπολιτισμικό μοντέλο. Αλλά η καγκελάριος εξαπατά τον κόσμο. Διότι γνωρίζει ότι είναι αδύνατον να γυρίσει πίσω την ιστορία. Ενδέχεται όμως να επιδιώκει την αντιπαράθεση με τους αντιπάλους της μέσω αυτής έκφρασης. Η μέθοδος αυτή είναι παλιά και βασίζεται στην απόρριψη κάθε άποψης και στάσης που συνδυάζεται με μεγαλύτερη ανεκτικότητα από εκείνη που θέλει το κόμμα της καγκελαρίου.
Η κ. Μέρκελ συνεχίζει δυστυχώς την παράδοση της πολιτικής των συνθημάτων και όχι την πολιτική αντιπαράθεση επί της ουσίας.»
Τέλος με τίτλο «Προσαρμογές» η Frankfurter Allgemeine Zeitung υπογραμμίζει πως το σημαντικό σε όλη αυτή τη συζήτηση είναι να αποδεχθούν όλοι οι μετανάστες ότι πρέπει να προσαρμοστούν: «Δεν υπάρχει λόγος να απαρνηθούν οι ξένοι τις ρίζες τους, όταν μεταναστεύουν σε μια χώρα που θεωρούν ότι έχει καλύτερο βιοτικό επίπεδο. Εάν βέβαια κάποιος το επιθυμεί, όποιος δηλαδή επιδιώκει να κάνει συνειδητά αυτή τη χώρα δεύτερη πατρίδα του, είναι ευπρόσδεκτος ανεξάρτητα από την πολιτισμική του προέλευση. Διότι ακόμη και η νέα του πατρίδα αλλάζει. Όμως όλοι οι μετανάστες, ανεξάρτητα από πού και με ποιες προϋποθέσεις έρχονται, οφείλουν να προσαρμοστούν.»
Επιμέλεια: Βιβή Παπαναγιώτου
Υπεύθ. σύνταξης: Σπύρος Μοσκόβου