1. Μετάβαση στο περιεχόμενο
  2. Μετάβαση στο κύριο μενού
  3. Μετάβαση σε περισσότερους ιστοτόπους της DW

Τί θα γίνει με το Κοσσυφοπέδιο;

24 Νοεμβρίου 2005

Ο πρώην διοικητής της KFOR στρατηγός εν αποστρατεία Κλάους Ράινχαρτ εκφράζει στη Deutsche Welle την ανησυχία του για ανάφλεξη στο Κοσσυφοπέδιο, αν αποτύχει η αποστολή Αχτισάρι.

https://p.dw.com/p/AvYe
Εικόνα: dpa

Σε εξέλιξη βρίσκεται η διπλωματική προσπάθεια που ξεκίνησε υπό την αιγίδα του ΟΗΕ για να προσδιοριστεί το οριστικό καθεστώς για το Κοσσυφοπέδιο. Επί έξι σχεδόν χρόνια μετά το τέλος του πολέμου το 1999 η διεθνής δύναμη KFOR διασφαλίζει την ειρήνευση του Κοσσυφοπεδίου. Χωρίς την παρουσία της, οι εχθροπραξίες θα συνεχίζονταν, αλλά «μπορέσαμε να τις σταματήσουμε και αυτό είναι μια μεγάλη επιτυχία», σημειώνει στη συνέντευξή του στο Ελληνικό Πρόγραμμα της DW o πρώην διοικητής της KFOR, γερμανός στρατηγός Κλάους Ράινχαρτ. Σήμερα όμως δεν είναι λίγοι εκείνοι που επισημαίνουν τον κίνδυνο νέας ανάφλεξης των εχθροπραξιών. Συμμερίζεται την εκτίμηση αυτή;

«Δεν θα το έλεγα έτσι ακριβώς. Υπάρχει ο κίνδυνος αναζωπύρωσης της ένοπλης αντιπαράθεσης, εάν αποτύχει η διπλωματική προσπάθεια που έχει ξεκινήσει τώρα με τη διαμεσολάβηση Αχτισάρι. Φοβούμαι ότι αν η προσπάθεια αυτή δεν φέρει αποτέλεσμα θα έχουμε ξανά ανάφλεξη της περιοχής. Η καμπάνια που έχει ξεκινήσει ο ηγέτης των αλβανόφωνων φοιτητών Αλμπίν Κούρτι, (σ.σ. αρχηγός της «ΚΑΝ» - «Κίνησης για την αυτοδιάθεση» - και στενός συνεργάτης του πρώην εκπροσώπου του UCK Αντέμ Ντεμάτσι) ,ελπίζω ότι δεν θα προσελκύσει αρκετούς υποστηρικτές. Διότι η μεγάλη ευκαιρία που παρέχει η διεθνής διαμεσολάβηση για μία σταθερή και βιώσιμη ειρηνευτική λύση δεν θα πρέπει να ακυρωθεί από τη συγκυριακή δράση οιωνδήποτε εθνικιστών. Η ευκαιρία που παρουσιάζεται αυτή τη στιγμή είναι μοναδική και συνιστώ με έμφαση στους Κοσοβάρους να αποφύγουν τη βία, διότι αυτό θα κατέστρεφε όλα, όσα χτίζονται αυτή τη στιγμή».

Ένα άλλο κρίσιμο πρόβλημα, επισημαίνουμε στον κ. Ράινχαρτ, είναι εκείνο των εκατέρωθεν θυλάκων Αλβανόφωνων στο Πρέσεβο, - Μέντγιεντο και Μπουγιάνοβατς - αλλά και των Σέρβων στην περιοχή της Μιτροβίτσα, στο βόρειο Κοσσυφοπέδιο. Εκεί είχαμε την άνοιξη του 2004 σοβαρά επεισόδια εναντίον Σέρβων, ενώ στο Πρέσεβο με 80.000 περίπου Αλβανόφωνους, που ζητούν την προσχώρησή τους στο Κόσοβο, είχε αναπτυχθεί αντάρτικο, το οποίο όμως κατεστάλη το 2001, με τη συναίνεση της διεθνούς δύναμης.

«Το πολιτικό πλαίσιο που υπάρχει για τις τρέχουσες διαπραγματεύσεις», υπογραμμίζει ο κ. Ράινχαρτ, «είναι καμία αλλαγή συνόρων, συνομιλίες για το Κόσοβο στα σημερινά σύνορα. Το θεωρώ σωστό διότι αν ανοίξει το θέμα των συνόρων στη νότια Σερβία υπέρ του Κοσόβου και στο βόρειο Κόσοβο, στην περιοχή της Μιτροβίτσα, υπέρ της Σερβίας, κατά πάσα πιθανότητα θα ανοίξουν και άλλες εθνικές αμφισβητήσεις στα Βαλκάνια, με τη λογική, γιατί εκεί και όχι εδώ. Θα πρέπει λοιπόν με βάση τα σημερινά δεδομένα να καταβληθεί κάθε προσπάθεια για λύση, διότι αν και τα δύο μέρη, Σερβία και Κοσσυφοπέδιο, μακροπρόθεσμα ενσωματωθούν στην ΕΕ, τότε τα σύνορα δεν θα αποτελούν πλέον πρόβλημα».

Για πόσον καιρό, ρωτάμε τον πρώην διοικητή της ΚFOR, θα απαιτείται η διεθνής στρατιωτική παρουσία στο Κοσσυφοπέδιο; «Θα χρειαστεί οπωσδήποτε για αρκετό διάστημα ακόμη», υπογραμμίζει ο Ράινχαρτ. «Όποια και αν είναι η κατάληξη των διαπραγματεύσεων, ένα από τα κεντρικά ζητήματα θα είναι η προστασία και η διασφάλιση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Αυτό θα γίνει από μία διεθνή δύναμη που θα είναι αισθητά μικρότερη, και κάποια στιγμή ίσως αντικατασταθεί από μία ευρωπαϊκή αστυνομική δύναμη. Αλλά χρειαζόμαστε με βεβαιότητα στοιχεία ενεργοποίησης της διεθνούς κοινότητας που θα επιβλέπει, εάν πράγματι οι μειονότητες απολαμβάνουν των δικαιωμάτων που δικαιούνται και αυτά δεν είναι γραμμένα μόνο στα χαρτιά».

Αυτή είναι η αισιόδοξη προοπτική που προϋποθέτει ότι οι διαπραγματεύσεις θα στεφθούν με επιτυχία, επισημαίνουμε τέλος στον κ. Ράινχαρτ. «Εάν δεν συμβεί αυτό, τότε είναι εντελώς ασαφές, πόσο θα διαρκέσει η διεθνής παρουσία. Σε κάθε περίπτωση πολύ περισσότερο απ΄ ότι αν βρεθεί οποιαδήποτε συμφωνία με διαπραγματεύσεις. Κατά τη γνώμη μου η καλύτερη λύση θα ήταν η καταστατική αυτονομία, στην οποία το θέμα των μειονοτήτων θα είναι ένας από τους βασικούς καταστατικούς όρους που θα πρέπει να ικανοποιείται για να επιτρέπει στις μειονότητες να ζουν ελεύθερα, χωρίς να είναι έγκλειστοι στους θύλακες».

Γιώργος Παππάς, Βόννη