1. Μετάβαση στο περιεχόμενο
  2. Μετάβαση στο κύριο μενού
  3. Μετάβαση σε περισσότερους ιστοτόπους της DW
ΚοινωνίαΠαγκόσμια

Πώς κρατάμε τα παιδιά μακριά από τις ναρκωτικές ουσίες;

Ανέτ Στάιν, dpa
6 Οκτωβρίου 2024

Πολλοί έφηβοι πίνουν, καπνίζουν ή και δοκιμάζουν ναρκωτικά. Μπορούν οι γονείς να διασφαλίσουν πως τα παιδιά τους θα μείνουν μακριά από τους πειρασμούς;

https://p.dw.com/p/4lM8U
Νέος καπνίζει κάνναβη
Πολλοί νέοι δοκιμάζουν αλκοόλ, τσιγάρα ή και ναρκωτικάΕικόνα: Christian Ender/PIC ONE/picture alliance

Όταν τα παιδιά φτάνουν στην εφηβεία, πολλοί γονείς έχουν την ίδια ανησυχία: πώς θα αποτρέψουμε το παιδί μας από το να πίνει, να καπνίζει ή να δοκιμάσει άλλα ναρκωτικά; Αυτές οι σκέψεις όμως θα πρέπει να απασχολούν τους γονείς από πολύ νωρίς και όχι όταν αυτό φτάσει σε ηλικία 15 ή 16 ετών – ειδάλλως είναι ήδη πολύ αργά, σύμφωνα με τον ειδικό σε θέματα εφηβείας Ματίας Γιουνγκ.

Μία ερευνητική ομάδα από τις ΗΠΑ εκτιμά πως είναι ωφέλιμο να δοθεί από νωρίτερα η εντύπωση στο παιδί πως οι γονείς το επιβλέπουν. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι έφηβοι δεν μπαίνουν συχνά καθόλου στη διαδικασία να καταναλώνουν αλκοόλ ή ναρκωτικά. «Ορισμένοι γονείς σκέφτονται πως τα παιδιά ούτως ή άλλως θα πιούν ή θα δοκιμάσουν ναρκωτικά», εξηγεί ο επικεφαλής της ομάδας Γουίλιαμ Πέλχαμ από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια. «Αυτό όμως δεν ισχύει. Οι γονείς μπορούν να κάνουν τη διαφορά».

Ο φόβος του να μην σε «πιάσουν στα πράσα»

Μέχρι σήμερα πολλοί πίστευαν πως η επιτήρηση των παιδιών λειτουργεί, επειδή, όταν οι γονείς διαπιστώσουν πως το παιδί τους καταναλώνει τέτοιες ουσίες, το τιμωρούν, παίρνοντας για παράδειγμα το κινητό του ή απαγορεύοντάς του να βγει από το σπίτι για ένα διάστημα. Όπως δείχνει όμως η σχετική αμερικανική ανάλυση, η οποία δημοσιεύτηκε και στο Journal of Studies on Alcohol and Drugs, τα παιδιά αποφεύγουν να δοκιμάσουν ναρκωτικά και μόνο λόγω του φόβου πως θα τα «πιάσουν στα πράσα».

Κοπέλα πίνει βότκα
Είτε με παρέες είτε σε πάρτι πολλά παιδιά αποφασίζουν να δοκιμάσουν αλκοόλΕικόνα: Silas Stein/dpa/picture alliance

Η ομάδα του Πέλχαμ διεξήγαγε έρευνα στην οποία συμμετείχαν 4.500 παιδιά και έφηβοι ηλικίας 11 έως 15 ετών από διάφορες περιοχές των ΗΠΑ, τα οποία ερωτήθηκαν σχετικά με την κατανάλωση ναρκωτικών που κάνουν, καθώς και για το εάν αυτό είναι κάτι που έχουν αντιληφθεί και οι γονείς τους. Και αρκετοί συμμετέχοντες παραδέχτηκαν πως, αν και είχαν τη δυνατότητα ή και σχεδίαζαν να δοκιμάσουν ναρκωτικές ουσίες, δεν το έκαναν ακριβώς επειδή φοβήθηκαν πως οι γονείς τους θα τους τσάκωναν. Χωρίς αυτόν τον αποτρεπτικό παράγοντα η χρήση ναρκωτικών ανάμεσα στους ερωτηθέντες υπολογίζεται πως θα ήταν κατά 40% υψηλότερη, σύμφωνα με τους ερευνητές.

Ο Ματίας Γιουνγκ δεν αμφιβάλλει για τον επιδραστικό ρόλο των γονέων. Όπως επισημαίνει ωστόσο ο ειδικός, «και ο φόβος είναι ενός είδους τιμωρία. Για ένα μικρό διάστημα μπορεί να συμβάλει στη μη χρήση ναρκωτικών από τους εφήβους, οι τελευταίοι όμως δεν καταλήγουν σε μία συνειδητοποίηση μέσα από αυτήν τη διαδικασία». Ιδανικά το ζήτημα της χρήσης ναρκωτικών θα έπρεπε να συζητείται μέσα στις οικογένειες πολλά χρόνια νωρίτερα.

Οι γονείς πρέπει να μιλούν από νωρίς με τα παιδιά τους

«Σε αυτές τις συζητήσεις οι γονείς μπορούν να μιλήσουν στα παιδιά τους και για τις δικές τους σχετικές αρνητικές εμπειρίες, όπως και για τα προβλήματα που αντιμετώπισε κάποιος συγγενής», λέει ο Γιουνγκ. Σε έναν 15χρονο όμως τέτοιες συζητήσεις δεν προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση.

«Σε μεγαλύτερη ηλικία η πίεση προκαλεί μόνο αντίδραση». Το ίδιο ισχύει για πολλά θέματα, από τη χρήση ναρκωτικών ως το άδειασμα των πιάτων από το πλυντήριο: «Αν θέλω το παιδί μου να αδειάζει το πλυντήριο πιάτων, πρέπει να του ζητήσω να το κάνει ήδη απ’ όταν είναι 7 ετών – αν ξεκινήσω να του το λέω στα 15 του, τότε θα εισπράξω τη μεγαλύτερη δυνατή αντίσταση».

Οι συμβουλές των γονιών έχουν θετική επίδραση

Οικογένεια με παιδιά
Οι γονείς πρέπει να συζητούν με τα παιδιά τους ήδη όταν αυτά είναι ακόμη μικράΕικόνα: Anna Echina/TASS/dpa/picture alliance

Μία άλλη ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστήμιο του Ιλλινόι διαπιστώνει πάντως πως παρ’ ότι τα παιδιά λέγεται πως συχνά απορρίπτουν απλώς τις καλοπροαίρετες συμβουλές, αυτές εξακολουθούν να είναι σημαντικές για τη διαχείριση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ένας νέος.

Οι ερευνητές της συγκεκριμένης ομάδας παρακολούθησαν τις συζητήσεις ανάμεσα σε 100 περίπου παιδιά δημοτικού με τις μητέρες τους σχετικά με τα προβλήματα των παιδιών στο σχολείο, καταγράφοντας τόσο τις συμβουλές των μητέρων όσο και τις αντιδράσεις των 11χρονων παιδιών. Στόχος ήταν να αξιολογηθεί εν συνεχεία πώς θα επηρεάσουν οι συμβουλές αυτές τα παιδιά στη μετάβασή τους στο γυμνάσιο. «Θέλαμε να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει στις συζητήσεις ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά», λέει η Κέλλυ Του, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.

Αν και τα παιδιά δεν έδειξαν να αποδέχονται απολύτως τις προτάσεις και τα ενθαρρυντικά λόγια των μητέρων τους, απαντώντας συχνά με εκφράσεις όπως «μπορεί» και «δεν ξέρω», οι συμβουλές αυτές βοήθησαν τα παιδιά να προσαρμοστούν ευκολότερα στο νέο σχολικό περιβάλλον λίγους μήνες αργότερα.

Από κάποια ηλικία και μετά βέβαια «τα παιδιά ωριμάζουν και θέλουν να παίρνουν μόνα τους αποφάσεις», όπως εξηγεί η Του. Και τότε η αυθόρμητη αντίδρασή τους θα είναι να προβάλουν αντίσταση ή να διαμαρτυρηθούν. Παρ’ όλα αυτά όμως οι συμβουλές των γονιών εξακολουθούν να έχουν μία θετική επίδραση στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν το εκάστοτε πρόβλημα οι νέοι.

Η μεγάλη σημασία της εμπιστοσύνης

Ο μεγαλύτερος έπαινος για τους γονείς είναι όταν το παιδί τους πάρει τηλέφωνο σε μία κατάσταση που τα έχει κάνει θάλασσα. «Είναι 1 η ώρα το βράδυ, το παιδί βρίσκεται σε κάποιο μέρος μεθυσμένο – και τότε παίρνει τους γονείς του να το βοηθήσουν. Αυτή η εμπιστοσύνη είναι το όλο ζητούμενο, σε αυτήν την περίπτωση οι γονείς τα έχουν κάνει όλα σωστά», τονίζει ο Γιουνγκ.

Γονείς με παιδιά
Τα παιδιά πρέπει να νιώθουν από μικρά πως οι γονείς τους τα καταλαβαίνουνΕικόνα: Pete Muller/Westend61/IMAGO

Τα θεμέλια για μία τέτοια σχέση εμπιστοσύνης είναι να υπάρχει στοργή και αγάπη μεταξύ των γονέων και των παιδιών. «Να δημιουργείται το συναίσθημα πως “με ακούνε, με καταλαβαίνουν”». Στους… γονείς-ελικόπτερα αυτό δεν συμβαίνει συχνά. «Αυτός ο τύπος γονέων αντιμετωπίζει το παιδί σαν ενός είδους πρότζεκτ με την επίτευξη στόχων στο επίκεντρο». Από έξω οι σχέσεις τέτοιων γονέων με τα παιδιά τους μοιάζουν φανταστικές, την ίδια στιγμή όμως τα παιδιά δεν γίνονται αυτάρκη, δεν νιώθουν πως μπορούν να δημιουργήσουν και να καταφέρουν πράγματα μόνα τους.

Οι γονείς-ελικόπτερα επιτηρούν το παιδί τους ακόμη και στον συναισθηματικό του κόσμο, υποδεικνύοντάς του για παράδειγμα ακόμη και με ποιους μπορεί να συναναστραφεί – λέγοντας π.χ. «με τον τάδε μπορείς να συναντηθείς» ή «αυτός είναι από καλή οικογένεια». «Τα παιδιά αυτών των γονιών δεν μαθαίνουν να εκτιμούν τι αρέσει στα ίδια», λέει ο Γιουνγκ. «Και ακριβώς αυτά είναι που προσπαθούν να το ανακαλύψουν 20 χρόνια αργότερα κάνοντας ψυχοθεραπείες».

Το να μπορούν τα παιδιά να δοκιμάσουν πράγματα και να κάνουν και λάθη ορισμένες φορές είναι πάρα πολύ σημαντικό. «Ένα άσχημο κούρεμα, μία δυσάρεστη εμπειρία, όλα αυτά είναι επίσης μέρος της διαδρομής προς την ενήλικη ζωή», καταλήγει ο Γιουνγκ.

Επιμέλεια: Γιώργος Πασσάς