«Μέχρι Σεπτέμβριο» η αύξηση επιτοκίων
25 Μαΐου 2022Θα γίνει τελικά μέσα στο 2022 η «στροφή» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) από τα αρνητικά επιτόκια σε επιτόκια με θετικό πρόσημο; Θα τολμήσει η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ να προχωρήσει στην πρώτη αύξηση επιτοκίου μετά από 11 ολόκληρα χρόνια; Και αν ναι, πότε; Και με ποιες συνέπειες για δανειολήπτες, αποταμιευτές και κρατικούς προϋπολογισμούς;
Σε δημοσίευσή της στο blog της ΕΚΤ τη Δευτέρα, αλλά και σε δηλώσεις στο Bloomberg από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, την Τρίτη, η Κριστίν Λαγκάρντ σχεδόν επανέλαβε τα όσα είχε πει σε πρόσφατη ομιλία στη Λουμπλιάνα, αφήνοντας ωστόσο ένα μεγαλύτερο χρονικό περιθώριο για την πλήρη υλοποίησή τους. Ανέφερε δηλαδή ότι «με βάση τις σημερινές εκτιμήσεις θα είμαστε σε θέση να τερματίσουμε τα αρνητικά επιτόκια μέχρι τα τέλη του τρίτου τριμήνου». Αυτό σημαίνει ότι στη συγκεκριμένη χρονική το βασικό επιτόκιο θα είναι «στο μηδέν ή λίγο πάνω από το μηδέν».
Επικοινωνιακό «κόλπο» της Λαγκάρντ;
Αίσθηση προκαλεί το ότι η ίδια η Λαγκάρντ «βγαίνει μπροστά», αναλαμβάνοντας να διαχειριστεί και επικοινωνιακά το ζήτημα των επιτοκίων. Σχολιαστής της οικονομικής επιθεώρησης Capital.de εκτιμά ότι «θα μπορούσε να περιμένει μέχρι τις 9 Ιουνίου και, εκείνη την ημέρα, στην καθιερωμένη συνέντευξη τύπου μετά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, να εξαγγείλει αύξηση επιτοκίου για τον Ιούλιο». Αντ' αυτού φαίνεται ότι η Λαγκάρντ βιάζεται και θέλει να στείλει δύο ηχηρά μηνύματα: πρώτον, ότι παίρνει στα σοβαρά την να καταπολέμηση του πληθωρισμού και, δεύτερον, ότι θέλει η ίδια να κατευθύνει τη σχετική συζήτηση. Η εκτίμηση του σχολιαστή είναι ότι «τον Ιούλιο η ΕΚΤ θα σταματήσει να αγοράζει ομόλογα και στη συνεδρίαση της 21ης Ιουλίου θα ανεβάσει τα επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης. Στην επόμενη συνεδρίαση, στις 8 Σεπτεμβρίου, θα ακολουθούσε το επόμενο βήμα, με άνοδο άλλων 25 μονάδων βάσης. Το επιτόκιο θα ανέβαινε στο 0%, καθώς σήμερα κυμαίνεται στο -0,5%».
«Απλώς αφήνουμε το γκάζι»
Την προσεκτική τακτική Λαγκάρντ φαίνεται να επιβεβαιώνει και ο γάλλος κεντρικός τραπεζίτης Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό. «Επί του παρόντος μία αύξηση κατά 0,5% δεν βρίσκει την απαραίτητη συναίνεση στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ», ξεκαθαρίζει ο ίδιος, μιλώντας στο Νταβός, για να προσθέσει ότι «το ζητούμενο είναι η εξομάλυνση και όχι η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής. Απλώς θα πάρουμε το πόδι μας από το γκάζι...» Για την οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt αυτό σημαίνει ότι η ΕΚΤ θα κινηθεί με μικρά βήματα, αυξάνοντας κάθε φορά το επιτόκιο κατά 0,25% και όχι κατά 0,50%. Ως ένα «σωστό βήμα» επικροτεί τις εξαγγελίες Λαγκάρντ ο διοικητής της Μπούντεσμπανκ Γιόαχιμ Νάγκελ.
Αντιθέτως, ο αυστριακός κεντρικός τραπεζίτης Ρόμπερτ Χόλτσμαν δηλώνει στο Bloomberg ότι θα θεωρούσε «ενδεδειγμένη» μία αύξηση κατά 0,50%. «Ειδικά στην αρχή ενός κύκλου ανατιμήσεων μία μεγαλύτερη αύξηση θα είχε νόημα, γιατί θα έστελνε στις αγορές το μήνυμα ότι έχουμε αντιληφθεί την αναγκαιότητα της παρέμβασής μας. Ο,τιδήποτε άλλο θα μπορούσε να εκληφθεί ως αδυναμία» προειδοποιεί ο αυστριακός τραπεζίτης.
Αλλά και στους αναλυτές οι απόψεις διίστανται. «Ασφαλώς πολλοί παρατηρητές θεωρούν διστακτική την ΕΚΤ» δηλώνει στο Reuters η Γιου Να Παρκ-Χέντερ, στέλεχος της Commerzbank. «Αλλά το γεγονός και μόνο ότι θα έχουμε αλλαγή πορείας τον Ιούλιο- αυτό θεωρείται σχεδόν σίγουρο πλέον- και παράλληλα η ΕΚΤ δηλώνει διατεθειμένη να προχωρήσει σε περαιτέρω βήματα, αν χρειαστεί, είναι ασφαλώς θετικά για το ευρώ». Αναλυτές της DZ Bank δηλώνουν μάλιστα στη γερμανική εφημερίδα Die Welt ότι, από τη στιγμή που θα γίνει η αρχή, η ΕΚΤ θα συνεχίσει τις διορθωτικές κινήσεις, με αποτέλεσμα στα τέλη του 2022 το βασικό επιτόκιο να κυμαίνεται στο 0,75%. Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank κάνει λόγο για 1,25% μέχρι την άνοιξη του 2023.
Καλά νέα για τους αποταμιευτές;
Κάθε άλλαγή στο ύψος του επιτοκίου έχει άμεσες συνέπειες για το «πορτοφόλι» του καταναλωτή. Από μία πολιτική χαμηλών επιτοκίων οφελούνται οι δανειζόμενοι, ιδιαίτερα όταν ο πληθωρισμός απομειώνει την (πραγματική, όχι την ονομαστική) αξία του ποσού που οφείλουν. Αντιθέτως οι αποταμιευτές παλαιάς κοπής βλέπουν τα χαμηλά επιτόκια να «ροκανίζουν» τις οικονομίες τους, ιδιαίτερα σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού. Αλλά και για τους απλούς πελάτες των τραπεζών οι επιπτώσεις είναι δυσάρεστες, καθώς τα πιστωτικά ιδρύματα μετακυλύουν στον πελάτη το αυξημένο κόστος κατάθεσης στην ΕΚΤ, με αποτέλεσμα πολλές φορές να επιβάλλουν «τιμωρητικούς φόρους» για καταθέσεις (τις οποίες συχνά ονομάζουν «φύλακτρα»), καθώς και άλλου είδους «διοικητικά τέλη» και συναφείς επιβαρύνσεις.
Ενδεικτική του ότι «κάτι κινείται» στην αγορά επιτοκίων ήταν η πρόσφατη απόφαση της ING Deutschland (γερμανικής θυγατρικής της ολλανδικής τράπεζας ING) να καταργήσει ήδη από την 1η Ιουνίου 2022 τα «φύλακτρα» για καταθέσεις κάτω από 500.000 ευρώ, δηλαδή για το 99,9% των πελατών της. «Είχαμε υποσχεθεί ότι θα καταργήσουμε τα φύλακτρα μόλις τερματιστούν τα αρνητικά επιτόκια και θέλουμε να υλοποιήσουμε την υπόσχεση αυτή πριν ακόμη ληφθούν επίσημες αποφάσεις από την ΕΚΤ», δηλώνει ο επικεφαλής της τράπεζας Νικ Γιούε. Προσαρμογές γίνονται όμως και στην άλλη κατεύθυνση, επιβαρύνοντας τη θέση των δανειζομένων. Σύμφωνα με στοιχεία του οικονομικού πόρταλ Verivox στις αρχές του δεύτερου τριμήνου το επιτόκιο στα καταναλωτικά δάνεια που χρηματοδοτούν τις «αγορές με δόσεις» κυμαινόταν γύρω στο 5%, κατά μέσο όρο, αλλά μέσα σε λίγες εβδομάδες έχει αυξηθεί στο 5,68%. Και έπεται συνέχεια.
Γιάννης Παπαδημητρίου