Αν. Ουκρανία: Ουκρανοί εγκαταλείπουν τα ρωσικά κατεχόμενα
29 Νοεμβρίου 2024Η 70χρονη Λιούμποφ είναι η πρώτη γυναίκα που περπατάει προς τα σύνορα Λευκορωσίας-Ουκρανίας. Με τη βαλίτσα της περνά ανάμεσα από αντιαρματικά φράγματα και μπαίνει σε ένα σπίτι εθελοντών για να ζεσταθεί.
Κατάγεται από ένα χωριό κοντά στη Μαριούπολη, η οποία βρίσκεται υπό ρωσικό έλεγχο. Οι γιοι και τα εγγόνια της ζουν στην Οδησσό. Πριν από την ρωσική εισβολή, επισκεπτόταν τα παιδιά της πολλές φορές τον χρόνο. «Έπαιρνα το λεωφορείο και ήμουν εκεί το επόμενο πρωί», λέει η Λιούμποφ. Όταν ο ρωσικός στρατός κατέλαβε τμήματα της ανατολικής και νότιας Ουκρανίας, η οικογένεια χωρίστηκε στα δύο. Από τότε, πρέπει να κάνει τουλάχιστον μία παράκαμψη στον δρόμο προς την Οδησσό μέσω Ρωσίας και Λευκορωσίας.
Επιπλέον, όλα τα σημεία ελέγχου προς την προσαρτημένη από τη Ρωσία Κριμαία και προς τις αυτοανακηρυχθείσες «Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ» έκλεισαν, όπως και τα περάσματα προς τη Ρωσία και τη Λευκορωσία.
Τα σύνορα Ουκρανίας-Λευκορωσίας μεταξύ Μοκράνι και Ντομάνοβε είναι πλέον ο μόνος δρόμος για τους Ουκρανούς από τις κατεχόμενες περιοχές να εισέλθουν στα εδάφη που ελέγχονται από το Κίεβο. Και εκεί βρίσκονται κυρίως άνθρωποι που δεν έχουν ούτε διαβατήρια ούτε χρήματα για να μπουν στην ΕΕ.
«Νόμιζα θα τελειώσει γρήγορα η ρωσική εισβολή»
Η Λιούμποφ εγκατέλειψε για πρώτη φορά τα κατεχόμενα. «Νόμιζα ότι όλα αυτά θα τελείωναν γρήγορα, αλλά δεν έγινε έτσι». Της λείπουν τα παιδιά και τα εγγόνια της, τα οποία δεν έχει δει εδώ και τρία χρόνια. Επιπλέον, δεν μπορεί πλέον να κόβει καυσόξυλα για τον χειμώνα μόνη της. «Δεν έχω κανέναν πια εκεί», λέει χαρακτηριστικά.
Το διήμερο ταξίδι με λεωφορείο και διανυκτέρευση, που μετέφερε τη Λιούμποφ και άλλους ανθρώπους μέσω Ρωσίας και Λευκορωσίας στα σύνορα με την Ουκρανία, κόστισε 300 ευρώ. Έπρεπε όμως να διανύσει τα δύο τελευταία χιλιόμετρα με τα πόδια. «Δόξα τω Θεώ, οι συνοριοφύλακες φόρτωσαν την τσάντα μου σε ένα καρότσι», λέει.
Το συνοριακό πέρασμα ελέγχεται από Ουκρανούς αξιωματούχους. Η Λιούμποφ δηλώνει ότι έχει και ρωσικό διαβατήριο. Μόνο έτσι μπορούσε να πάρει σύνταξη. «Παίρνω 16.000 ρούβλια (ισοδυναμούν με περίπου 160 ευρώ), αλλά το κάρβουνο για θέρμανση κοστίζει 40.000 ρούβλια. Πεινούσα για σχεδόν τρεις μήνες για να κάνω οικονομία, μεταξύ άλλων, για καυσόξυλα και ρεύμα», αναφέρει.
«Γιατί δεν θέλεις να μείνεις στη Ρωσία;»
Αφού περάσουν τα σύνορα, το ταξίδι συνεχίζεται, συνήθως εκατοντάδες χιλιόμετρα ανατολικά ή νότια, μέχρι να βρουν συγγενείς ή φίλους. Η 23χρονη Αλίνα, που έφυγε από τη Μαριούπολη, θέλει να πάει στην Οδησσό. Μετακόμισε εκεί πριν από τη ρωσική εισβολή. Αυτό το καλοκαίρι επισκέφθηκε τους γονείς της στη Μαριούπολη για πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια. Όταν ρωτήθηκε πώς ζουν εκεί, είπε: «Επιβιώνουν!» Η μητέρα της Αλίνας εργάζεται σε ένα κομμωτήριο, ο πατέρας της είναι εργάτης σε οικοδομές γιατί «δεν υπάρχουν άλλες δουλειές εκεί».
Για να φτάσει στη Μαριούπολη, η Αλίνα διέσχισε την Ουκρανία, την Πολωνία, τη Λευκορωσία και τη Ρωσία. Το πενθήμερο ταξίδι τους κόστισε γύρω στα 700 ευρώ. Μπόρεσε να μπει στη Ρωσία και στα κατεχόμενα χωρίς κανένα πρόβλημα, γιατί είναι εγγεγραμμένη δημότης. «Η Μαριούπολη που ήξερα δεν υπάρχει πια», λέει η Αλίνα. Κουνώντας το κεφάλι της, θυμάται την ερώτηση του Ρώσου συνοριοφύλακα που την άφησε να φύγει από τα κατεχόμενα: «Γιατί δεν θέλεις να μείνεις στη Ρωσία;». Η Μόσχα προσάρτησε τα εδάφη τον Σεπτέμβριο του 2022.
Η ελπίδα της Ουκρανίας
Όλες οι αφίξεις λαμβάνουν πιστοποιητικό εισόδου. Από τους εθελοντές λαμβάνουν ένα εφάπαξ χρηματικό ποσό, που παρέχεται από το Νορβηγικό Συμβούλιο Προσφύγων, καθώς και ένα πακέτο σύνδεσης από έναν ουκρανικό πάροχο κινητής τηλεφωνίας. Οι άνθρωποι τηλεφωνούν αμέσως στους συγγενείς τους. «Είμαι ήδη στην Ουκρανία!» Ο συνταξιούχος Ολεξάντερ καλεί με κλάματα τη γυναίκα του στο τηλέφωνο, η οποία είχε φτάσει στο Κίεβο λίγες μέρες νωρίτερα.
Το ζευγάρι έφυγε από την πόλη Αλτσέφσκ στη λεγόμενη «Λαϊκή Δημοκρατία του Λουχάνσκ». Στα σύνορα με την Εσθονία, ο Ολεξάντερ δεν μπορούσε να διέλθει χωρίς ουκρανικό διαβατήριο, γι' αυτό επέλεξε τη διαδρομή μέσω Λευκορωσίας. Όταν ρωτήθηκε αν ήθελε να επιστρέψει στο Αλτσέφσκ, είπε: «Όλα τα μέλη της οικογένειάς μου έχουν φύγει».
Ο κόσμος μαζεύεται σε ένα λεωφορείο που τους μεταφέρει στο Κόβελ, την κοντινότερη πόλη. Ο Ολεξάντερ μιλά για τις γάτες του, τις οποίες άφησε στους γείτονές του. «Κάποιοι νομίζουν ότι είμαστε προδότες, αλλά κανείς δεν μπορεί να κοιτάξει μέσα στις ψυχές μας», λέει ο άνδρας καθώς φορτώνει τις βαλίτσες στο λεωφορείο. «Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι πολλοί άνθρωποι εκεί ελπίζουν στην Ουκρανία».
«Δεν φταίμε εμείς»
Τέσσερα λεωφορεία με 44 επιβάτες μεταβαίνουν στο Κόβελ. Εκεί, οι άνθρωποι πηγαίνουν στο καταφύγιο μιας προτεσταντικής εκκλησίας, όπου τους δίνεται τροφή και χρήματα για την αγορά εισιτηρίων τρένου ή λεωφορείου. Αν δεν ταξιδέψουν μέχρι την επόμενη μέρα, μπορούν να διανυκτερεύσουν εκεί.
Η 70χρονη Λιούμποφ ξεκουράζεται πριν από το ταξίδι της στην Οδησσό. Θέλει να επιστρέψει στο χωριό της κοντά στη Μαριούπολη την άνοιξη. Ωστόσο, μπορεί μόνο να εισέλθει στην Ουκρανία και όχι να φύγει μέσω Μοκράνι-Ντομάνοβε στα σύνορα με τη Λευκορωσία. Επομένως, στην επιστροφή της η Λιούμποφ θα πρέπει να περάσει από εδάφη της ΕΕ. Αυτό κάνει το ταξίδι μακρύτερο και πιο ακριβό.
Η γυναίκα φοβάται ότι αν μείνει στην Οδησσό, μπορεί να χάσει το σπίτι της. Οι ρωσικές αρχές προχωρούν σε κατασχέσεις σπίτιών, στα οποία δεν μένει κανείς πια και τα οποία δεν έχουν καταγραφεί εκ νέου, σύμφωνα με τους ρωσικούς κανονισμούς. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους οι Ουκρανοί επιστρέφουν στα κατεχόμενα. «Δεν μπορείς να μας κατηγορήσεις που μείναμε», λέει η Λιούμποφ. «Δεν θέλω να μου πάρουν το σπίτι, όλα μου τα πράγματα, φωτογραφίες. Δεν θέλω να τα ψαχουλέψει κανείς».
Επιμέλεια: Ευθύμης Αγγελούδης