Welt: Στην πόρτα της εξόδου το FDP
10 Φεβρουαρίου 2024Η εφημερίδα Die Welt εκτιμά ότι η κατάσταση στο Βερολίνο θυμίζει την κατάρρευση της κυβέρνησης του σοσιαλδημοκράτη Χέλμουτ Σμιτ το 1982, όταν οι συγκυβερνώντες Φιλελεύθεροι (FDP) είχαν αποχωρήσει, για να συμπράξουν με τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU) του Χέλμουτ Κολ. Μεταξύ άλλων διαβάζουμε: «Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Όμως οι παλαιότεροι εξ ημών, που είτε συμμετέχουν στις πολιτικές εξελίξεις, είτε τις παρακολουθούν από επαγγελματικό ενδιαφέρον, βιώνουμε την εμπειρία της προμνησίας (Déjà-vu). Μήπως τα έχουμε ξαναδεί όλα αυτά; Όπως συνέβαινε στη Βόννη πριν 40 χρόνια, την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1982, μία φήμη διατρέχει την κυβερνητική συνοικία του Βερολίνου: το FDP θέλει να αποχωρήσει. Τίποτα δεν προχωράει στην κυβέρνηση, οι συνεχείς αντιπαραθέσεις επισκιάζουν τα πάντα».
Ωστόσο, υποστηρίζει ο αρθρογράφος, αυτή τη φορά δεν είναι εύκολο για τους Φιλελεύθερους να αναζητήσουν εναλλακτικές λύσεις: «Για τον πρόεδρο του κόμματος Κρίστιαν Λίντνερ δεν υπάρχει μία εναλλακτική προοπτική διακυβέρνησης, το καλύτερο που μπορεί να επιδιώξει είναι η προκήρυξη νέων εκλογών. Πρόκειται για ελιγμό υψηλού κινδύνου. Διότι, ακόμη και αν επικρατεί μεγάλη απογοήτευση στον κόσμο για τους χειρισμούς της 'συγκυβέρνησης', υπάρχει ένα βασικό δίδαγμα της πολιτικής, που παραμένει σε ισχύ: τον προδότη ουδείς αγάπησε!»
«Τρικλοποδιές» του FDP και στην ΕΕ
Σε μία προσπάθεια να ανακτήσουν πολιτικό προφίλ, οι Φιλελεύθεροι μπλοκάρουν οδηγίες της ΕΕ. Παράδειγμα αποτελεί ο νέα οδηγία για την ασφάλεια των αλυσίδων ανεφοδιασμού (Supply Chain Act). Σύμφωνα με τη Süddeutsche Zeitung «οι προσπάθειες του FDP να υποσκάψει την ευρωπαϊκή οδηγία περί αλυσίδων ανεφοδιασμού παρά τη θέληση των κυβερνητικών του εταίρων, προχώρησαν πιο πέρα από ό,τι γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Όπως πληροφορήθηκε η S.Z. από κομματικούς κύκλους, ο υπουργός Οικονομικών και πρόεδρος του κόμματος Κρίστιαν Λίντνερ παρακάλεσε ακόμη και προσωπικά τον Ιταλό ομόλογό του Τζιανκάρλο Τζιορτζέτι να μην υπερψηφίσει η Ιταλία στις Βρυξέλλες το σχέδιο οδηγίας. Ο Λίντνερ όχι μόνο παρέκαμψε το υπουργείο Εργασίας του σοσιαλδημοκράτη Χουμπέρτους Χάιλ, που θεωρείται καθ' ύλιν αρμόδιο στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση για την ευρωπαϊκή οδηγία, αλλά και υπονόμευσε κατ' αυτόν τον τρόπο τις προσπάθειες που βρίσκονται σε εξέλιξη, για να διαμορφωθεί μία ενιαία στάση στην κυβέρνηση».
Το περιοδικό DER SPIEGEL σημειώνει ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει για πρώτη φορά: «Το προπατορικό αμάρτημα έγινε τον Μάρτιο του 2023, όταν ο 'Φιλελεύθερος' υπουργός Μεταφορών Φόλκερ Βίσινγκ μπλόκαρε την τελευταία στιγμή τον ευρωπαϊκό συμβιβασμό που είχε επιτευχθεί για την κατάργηση των κινητήρων εσωτερικής καύσης. Τέτοια συμπεριφορά, έλεγαν στις Βρυξέλλες, θα περίμεναν μόνο από έναν σεσημασμένο ταραξία, όπως ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν».
Για το ίδιο θέμα η Tageszeitung (taz) παρατηρεί: «Το FDP εντείνει την πολιτική της άρνησης στο πλαίσιο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και την επεκτείνει σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Είτε πρόκειται για την οδηγία περί αλυσίδων ανεφοδιασμού, είτε για τις οικολογικές προδιαγραφές σε κινητήρες φορτηγών και λεωφορείων, είτε για τους κινητήρες εσωτερικής καύσης σε Ι.Χ. αυτοκίνητα, οι Φιλελεύθεροι προσπαθούν κάθε τόσο να εμποδίσουν τον οικολογικό μετασχηματισμό».
Εκτός νυμφώνος ο ακροδεξιός Βίλντερς
Στην Ολλανδία κατέληξαν σε αδιέξοδο οι μετεκλογικές διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού με τη συμμετοχή του εθνολαϊκιστή Γκερντ Βίλντερς. Η Tageszeitung (taz) εκτιμά ότι μόνη λύση αποτελεί πλέον μία πολιτική «στροφή» προς τα αριστερά: «Μόνη διέξοδος είναι η αναζήτηση μίας νέας φόρμουλας για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει το κόμμα NSC του Πίτερ Όμτσιγκτ, το φιλελεύθερο-δεξιό VVD και πιθανώς το αγροτικό κίνημα ΒΒΒ να αλλάξουν πορεία και να στραφούν προς τα αριστερά. Από κοινού με τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους θα είχαν σταθερή πλειοψηφία (…) Δεν είναι εύκολη υπόθεση. Αλλά η μοναδική εναλλακτική λύση θα ήταν η προκήρυξη νέων εκλογών. Και σε αυτή την περίπτωση, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, οι εθνολαϊκιστές θα μπορούσαν να αποσπάσουν το ένα τρίτο των ψήφων».