Mια νεαρή κοινοβουλευτική δημοκρατία
2 Δεκεμβρίου 2015«25 χρόνια στον ρου της ευρωπαϊκής ιστορίας, η οποία είναι τουλάχιστον 2.500 ετών, φαντάζουν σαν μια ασήμαντη χρονική περίοδος. Αλλά για τη ζωή ενός ανθρώπου 25 χρόνια είναι ένα σοβαρά υπολογίσιμο κομμάτι». Κάπως έτσι ο πρόεδρος της γερμανικής Βουλής Νόρμπερτ Λάμερτ περιέγραψε πρόσφατα σε ειδική εκδήλωση τα 25 χρόνια από την Επανένωση της Γερμανίας. To 2015, που σιγά σιγά οδεύει προς το τέλος του, ήταν μια χρονιά με έντονους ιστορικούς συνειρμούς για τη χώρα. Η Επανένωση αποτελεί αναμφίβολα κορυφαία ιστορική στιγμή στη σύγχρονη γερμανική αλλά και ευρωπαϊκή ιστορία. Τυπικά επικυρώθηκε στις 3 Οκτωβρίου 1990, όταν τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Επανένωσης που είχαν υπογράψει η Δυτική Γερμανία με την Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (DDR), ουσιαστικά όμως η μετάβαση στο νέο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό status quo υλοποιήθηκε με τις πρώτες ανοιχτές, ελεύθερες και δημοκρατικές εκλογές, που έλαβαν χώρα σε όλη τη γερμανική επικράτεια στις 2 Δεκεμβρίου 1990. Δηλαδή έξι εβδομάδες μετά την Επανένωση αλλά και 57 χρόνια μετά την πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1933), την τελευταία δηλαδή περίοδο κοινοβουλευτικής λειτουργίας του πολιτεύματος στο σύνολο της Γερμανίας.
Στις απαρχές του σύγχρονου γερμανικού κοινοβουλευτισμού
Μολονότι στη συλλογική μνήμη η Επανένωση είναι συνυφασμένη με την 3η Οκτωβρίου 1990, μια σειρά γεγονότων που προηγήθηκαν και ακολούθησαν -και τα οποία συνδέονται με λογική αλληλουχία συνθέτοντας μια μακρά διαδικασία ενοποίησης- ήταν καθοριστικής σημασίας για τη θεμελίωση της γερμανικής Ομοσπονδίας και του κοινοβουλευτικού της πολιτεύματος όπως το γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. «O δρόμος προς τη γερμανική Επανένωση» είναι άλλωστε και ο τίτλος επετειακής, αναθεωρημένης έκδοσης του Γερμανικού Κοινοβουλίου, όπου με εύληπτο αλλά συνάμα εμπεριστατωμένο λόγο και αναφορές σε σπάνιο αρχειακό υλικό -κοινοβουλευτικά πρακτικά, φωτογραφικό υλικό, άρθρα από τον τύπο της εποχής- παρατίθεται η όχι και τόσο γνωστή κοινοβουλευτική πορεία προς την Επανένωση, κυρίως μέσα από τις «αθέατες» κοινές κοινοβουλευτικές διεργασίες, τόσο στην Μπούντεσταγκ της Δυτικής Γερμανίας όσο και στo Φολκσκάμερ (Volkskammer) της DDR.
Η πορεία προς την Επανένωση, που ξεκίνησε ήδη από το 1989 με την Ειρηνική Επανάσταση στην πρώην Αν. Γερμανία και την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ολοκληρώθηκε με τη διενέργεια των εκλογών της 2ης Δεκεμβρίου. Στις εκλογές αυτές συμμετείχαν μάλιστα 25 κόμματα με κοινές λίστες και υποψηφίους από τις δύο Γερμανίες και με έναν ιδιαίτερα θερμό προεκλογικό αγώνα, με κύριους πρωταγωνιστές τον Χέλμουτ Κολ (CDU) και τον Όσκαρ Λαφοντέν (SPD). Αρχικά η διενέργεια των εκλογών φάνταζε σαν ένα μεγάλο στοίχημα αμφίβολης έκβασης. Ακόμη και μετά την επίσημη προκήρυξή τους από τον πρόεδρο της Δυτικής Γερμανίας Ρίχαρντ φον Βάιτσεκερ οι φόβοι για πιθανή αναβολή ή ματαίωσή τους ήταν εμφανείς. Τελικά διεξήχθησαν ομαλά, διαψεύδοντας τις ανησυχίες. Το ομοσπονδιακό κοινοβουλευτικό πολίτευμα, με ισχυρό καγκελάριο, πολιτικά ουδέτερο πρόεδρο και ένα ισχυρό Συνταγματικό Δικαστήριο, αρχίζει και πάλι να λειτουργεί στο σύνολο της επικράτειας, μετά και την ενσωμάτωση των πρώην ανατολικογερμανικών κρατιδίων. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Αλεξάντερ Κροπ από την επιστημονική υπηρεσία της Μπούντεσταγκ, στις εκλογές συμμετείχαν 60 εκατομμύρια Γερμανοί ψηφοφόροι, 46,5 εκατομ. Δυτικογερμανοί και περίπου 11 εκατομ. Ανατολικογερμανοί. Για πρώτη φορά οι 2,5 εκατομ. Βερολινέζοι προσέρχονται στις κάλπες σε κοινά εκλογικά κέντρα. Η νέα βουλή ήταν πολυκομματική, ενώ την πλειοψηφία κέρδισαν οι Χριστιανοδημοκράτες. Τον Ιανουάριο του 1991 ορκίζεται καγκελάριος ο Χέλμουτ Κολ και σχηματίζει τον πρώτο συνασπισμό της Επανένωσης (CDU/CSU-FDP).
Η άγνωστη προεργασία της Επανένωσης από τα δύο κοινοβούλια
Όπως υπογραμμίζει στον πρόλογο της έκδοσης ο Ν. Λάμερτ, κομβικής σημασίας για την ομαλή μετάβαση στην Ενωμένη Γερμανία και τη διεξαγωγή των πρώτων κοινών εκλογών, ήταν η συστηματική συνεργασία του κοινοβουλίου της Δυτικής Γερμανίας με το απομεινάρι του Φολκσκάμερ ή -πιο σωστά- με τη μετεξέλιξή του, που προήλθε από τις πρώτες πολυκομματικές εκλογές στην Αν. Γερμανία τον Μάρτιο του 1990. Τα δύο σώματα επί πολλούς μήνες βρίσκονταν σε συντονισμό, δουλεύοντας παράλληλα σε σημαντικούς τομείς του νομοπαρασκευαστικού έργου, προετοιμάζοντας νομοθετικά το έδαφος για την ομαλή πολιτική, οικονομική, νομισματική και κοινωνική ενοποίηση και λαμβάνοντας έντονα υπόψη το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Κοινές κοινοβουλευτικές επιτροπές, τακτική επικοινωνία των δύο σωμάτων, παράλληλες ψηφοφορίες για ένα ογκώδες πλέγμα νομοθετημάτων είναι μερικές μόνο από τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες που, λόγω της πολυπλοκότητας και της τεχνικότητάς τους, έχουν μείνει στο παρασκήνιο του ιστορικού αφηγήματος που έχει επικρατήσει για τη γερμανική Επανένωση.
Όπως γίνεται πάντως φανερό από τη μελέτη των αρχείων των δύο σωμάτων, ιδίως μάλιστα του Φολκσκάμερ, η γερμανική Επανένωση δεν θα είχε ολοκληρωθεί εάν δεν είχε προηγηθεί όλη αυτή η επίπονη κοινοβουλευτική προετοιμασία στη σκιά άλλων σημαντικών γεγονότων, όπως της Συμφωνίας 2+4 για την αποχώρηση των ξένων δυνάμεων (12.09.1990) ή της υπογραφής της 900 σελίδων Συνθήκης της Επανένωσης (31.08.1990). Σε κάθε περίπτωση η ιστορική αναδρομή στη μακρά πορεία προς την Επανένωση υπενθυμίζει πόσο νεαρή είναι τελικά η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, αλλά και πόσο γρήγορα ο «ενωμένος γερμανικός λαός» («Wir sind ein Volk» ήταν το κατεξοχήν μότο της περιόδου) κατάφερε να επουλώσει τα τραύματα που άφησε πίσω του ο «γερμανικός» 20ος αιώνας. Μια χώρα 25 χρόνων… σαν ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος που έχει μεγαλώσει στη Γερμανία της ειρήνης και της Ευρώπης, όπως έχει πει κι ο Ν. Λάμερτ.
Πηγή: #link:http://www.bundestag.de/blob/388614/8b191cc25d95b20295ff3055bc69ebbd/dossier_deutsche_einheit-data.pdf:Der Weg zur Deutschen Einheit#, 2015 (Eιδική έκδοση της Επιστημονικής Υπηρεσίας του Γερμανικού Κοινοβουλίου για τα 25 χρόνια Γερμανικής Επανένωσης. Πρόλογος του προέδρου του γερμανικού Κοινοβουλίου Νόρμπερτ Λάμερτ)
Δήμητρα Κυρανούδη