1. Μετάβαση στο περιεχόμενο
  2. Μετάβαση στο κύριο μενού
  3. Μετάβαση σε περισσότερους ιστοτόπους της DW

Aγγλοκρατία και κυπριακό

20 Νοεμβρίου 2005

45 χρόνια φέτος από την ανεξαρτησία της Κύπρου. 45 χρόνια αναταραχών, διενέξεων, επεμβάσεων και εν τέλει 45 χρόνια κυπριακού προβλήματος.

https://p.dw.com/p/AvYi
Εικόνα: APTN

Την προηγούμενη Παρασκευή, στο Πανεπιστήμιο του Μύνστερ, το Ινστιτούτο Κυπριακών Διεπιστημονικών Σπουδών και το τοπικό παράρτημα της Εταιρείας Νοτιοανατολικής Ευρώπης διοργάνωσαν ημερίδα με θέμα «Η βρετανική κυριαρχία και οι επιπτώσεις της στην ανεξάρτητη Κύπρο». Στην ημερίδα έλαβαν μέρος ο Χούμπερτ Φάουστμαν, καθηγητής διεθνών σχέσεων στο ιδιωτικό πανεπιστήμιο της Λευκωσίας INTERCOLLEGE, ο οποίος ανέλυσε όλο το φάσμα της αγγλοκρατίας. Ο Χάινς Ρίχτερ, καθηγητής της νεώτερης ελληνικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μανχάιμ, που αποσαφήνισε ορισμένες πτυχές της δράσης του Γεωργίου Γρίβα και των συνεπειών της στο κυπριακό. Ο Κλωντ Νικολέτ, από το Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, ο οποίος παρουσίασε την επιρροή των ΗΠΑ από την ανεξαρτησία της Κύπρου μέχρι το πραξικόπημα του 1974 και ο Αλεξάντερ Ρογκενκάμπ, τελειόφοιτος του πανεπιστημίου του Μύνστερ, που σκιαγράφησε την προσωπικότητα του Μακαρίου με βάση κυπριακά, αγγλικά, τουρκικά και ελληνικά αρχεία.

Ως γνωστόν στα τέλη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η γηραιά Αλβιόνα απεφάνθη ότι η Κύπρος αποτελεί στρατηγικής σημασίας αποικία. Δόγμα που απέρριπτε για την Κύπρο την ειρηνική προσάρτισή της στη μητέρα πατρίδα – την Ελλάδα. Όμως μετά τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, τη διεθνοποίηση του κυπριακού προβλήματος, τον αγώνα της ΕΟΚΑ και την αύξηση της αμερικανικής επιρροής στην ΝΑ Μεσογείου η Μεγάλη Βρετανία προσάρμοσε την πολιτική της και κατέληξε απλώς στη διατήρηση στρατιωτικών βάσεων. Έτσι προχώρησε στην διακήρυξη της ισοτιμίας των δύο κοινοτήτων (1956), η οποία αναμβάθμισε την τουρκοκυπριακή μειονότητα σε εθνική ομάδα, και στην ανεξαρτησία της Κύπρου (1960).

Ποιά είναι τελικά η ευθύνη της αγγλοκρατίας στις κατοπινές εξελίξεις στο κυπριακό; Ο Χούμπερτ Φάουστμαν πιστεύει ότι η ευθύνη για τις σημερινές εξελίξεις στο κυπριακό δεν βαρύνει καθ’ ολοκληρίαν τους Βρετανούς και διευκρίνισε ότι:

«Υπάρχουν μεγάλες βρετανικές ευθύνες κατά τη γέννεση του κυπριακού προβλήματος, ειδικά στην τελευταία φάση της αγγλοκρατίας, όταν οι Βρετανοί ακολούθησαν την πολιτική του ‘διαίρει και βασίλευε’ για να διασφαλίσουν στο διενεκές την κυριαρχία τους. Τότε κλιμακώθηκαν οι υπάρχουσες αντιθέσεις και παγιώθηκαν τα διαφορετικά συμφέροντα των δύο εθνικών ομάδων. Και αυτή είναι η υποθήκη της ανεξαρτησίας της Κύπρου. Προσωπικά θεωρώ, ότι η ευθύνη των Κυπρίων μετά το 1960 είναι μεγαλύτερη από όσο θέλουν να αποδεχτούν οι ίδιοι. Δεν είναι όλα τόσο απλά, όσο θέλουν να τα παρουσιάζουν στην Κύπρο».

Η αλήθεια είναι ότι στη μεταπολεμική Κύπρο οι εξελίξεις ήταν πολύπλοκες: υπήρχε διάσπαση της ελληνοκυπριακής κοινότητας σε δεξιούς και αριστερούς, πατριώτες και προδότες, τότε συγκροτήθηκε η τουρκοκυπριακή κοινότητα και παγιώθηκε η τουρκική της εθνική συνείδηση, ενώ το κάθε λάθος τους το εκμεταλλευόταν η νόμιμα και μόνιμα εμπλέκομενη Αγγλία ως εγγυήτρια δύναμη. Μεγάλη η ευθύνη του Γεώργιου Γρίβα, αρχηγού της ΕΟΚΑ, επεσήμανε ο Χάινς Ρίχτερ τονίζοντας ότι:

«υπήρξε ο αίτιος πολλών εξελίξεων. Μέχρι τις επιθέσεις του Γρίβα δεν υπήρχαν ανάμεσα στις δύο εθνικές ομάδες σοβαρές προστριβές, ζητήματα που να δημιουργούν χάσμα ανάμεσά τους. Ο Γρίβας προκάλεσε με τις επιθέσεις του τον κυπριακό εμφύλιο πόλεμο. Δηλητηρίασε το κλίμα ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους, αλλά και μεταξύ κομμουνιστών και μη κομμουνιστών. Έτσι οι δολοφονίες συνδικαλιστών ή μελών του ΑΚΕΛ επιβαρύνουν μέχρι σήμερα τις εξελίξεις.»

Επρόκειτο επομένως για λάθη των δύο κοινοτήτων, τα οποία γρήγορα και συνειδητά εκμεταλλεύτηκε η αγγλική και αργότερα η αμερικανική πολιτική στο κυπριακό. Που θα κατατάσσαμε άραγε το σχέδιο Ανάν; Στα ‘οικεία κακά’ ή στην έξωθεν παρέμβαση; Ο Γερμανός πολιτολόγος και ιστορικός Χούμπερτ Φάουστμαν επισημαίνει ότι:

«Το σχέδιο Ανάν δεν έπεσε από τον ουρανό, αλλά περιλαμβάνει πολλά στοιχεία, πολλές προτάσεις, που συζητήθηκαν τόσο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, όσο και ανάμεσα στις δύο εθνικές ομάδες. Ασφαλώς παρά τη σφραγίδα των δύο εθνικών ομάδων το σχέδιο προωθείται έξωθεν και έτσι εκλαμβάνεται ως καθοδηγούμενο και ίσως κατακριτέο. Έτσι ενώ δεν υπάρχει εσωτερική, ενδοκυπριακή συναίνεση και συμφωνία για επίλυση, ό,τι έρχεται έξωθεν απορρίπτεται. Αυτό ακριβώς αποτελεί το βασικό δίλημμα προ του οποίου βρίσκονται οι Κύπριοι μέχρι σήμερα.»

Τέλος γνωστός ιστορικός ο Χάινς Ρίχτερ επεσήμανε ιδιαίτερα τον αμερικανικό παράγοντα με τις παρεμβάσεις του οποίου το σχέδιο απέκτησε πολλές φιλοτουρκικές πτυχές, αλλά επέμεινε πως:

«Το βασικό πρόβλημα που οδήγησε στην απόρριψη του σχεδίου ήταν το γεγονός ότι η πλειοψηφία δεν θέλει να αποδεχθεί, την μειοψηφία ως ισότιμη εθνική οντότητα. Η αναλογία του 80% με 18% δεν υπάρχει πια. Κι αυτό πρέπει να γίνει αποδεκτό. Επομένως δεν πρέπει να βλέπουν τους Τουρκοκύπριους ως φτωχούς γείτονες, αλλά ως εταίρους με τους οποιους είναι καταδικασμένοι να συμβιώσουν.»

Βιβή Παπαναγιώτου