1. Μετάβαση στο περιεχόμενο
  2. Μετάβαση στο κύριο μενού
  3. Μετάβαση σε περισσότερους ιστοτόπους της DW

30 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ. Ο Βάσος Μαθιόπουλος στην Ντόιτσε Βέλε: Λάθος το «όχι» των Ελληνοκυπρίων στο σχέδιο Ανάν».

20 Ιουλίου 2004

Με αφορμή τη συμπλήρωση των 30 χρόνων από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο που οδήγησε στη διχοτόμηση της Μεγαλονήσου η Ντόιτσε Βέλε φιλοξένησε στο μικρόφωνό της τον δημοσιολόγο και πανεπιστημιακό Βάσο Μαθιόπουλο. Ο κ. Μαθιόπουλος, που διετέλεσε πολιτικός σχολιαστής της Ντόιτσε Βέλε και ανταποκριτής ελληνικών και ξένων εφημερίδων στη Βόννη, ασχολείται με το Κυπριακό εδώ και 35 χρόνια, είναι συγγραφέας του δ

https://p.dw.com/p/Av90
"Έπρεπε να παρουσιασθούν με σαφήνεια τα θετικά σημεία του σχεδίου Ανάν".
"Έπρεπε να παρουσιασθούν με σαφήνεια τα θετικά σημεία του σχεδίου Ανάν".Εικόνα: AP

οκιμίου «Θα χάσουμε την Κύπρο;» και ήταν επίσης ο πρώτος Έλληνας που το 1978 επισκέφθηκε τις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, προκειμένου να διαπιστώσει την κατάσταση που επικρατούσε εκεί μετά την εισβολή. Με τον Βάσο Μαθιόπουλο μίλησε ο Σταμάτης Ασημένιος:

Ερ.:Κύριε Μαθιόπουλε σήμερα συμπληρώνονται 30 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ως πολιτικός σχολιαστής της Ντόιτσε Βέλε και ως ανταποκριτής βρεθήκατε τόσο κοντά όσο κανένας άλλος Έλληνας στο κέντρο λήψης των αποφάσεων της Γερμανίας. Είναι επίσης γνωστό ότι σας συνέδεε μια στενή φιλία με τον τότε πρόεδρο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας Βίλι Μπραντ, αλλά και με άλλα κυβερνητικά στελέχη της Βόννης. Πώς αντέδρασε τότε η Γερμανία στην τουρκική εισβολή;

Β.Μ.:Η εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο προκάλεσε, σε αντίθεση με άλλες χώρες, σημαντικές αντιδράσεις στη Γερμανία. Την ουσιαστικότερη αντίδραση αποτέλεσε η διαμαρτυρία του Βίλι Μπραντ, αρχηγού τότε του κυβερνώντος Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, ο οποίος δήλωσε ότι «η κυβέρνηση του Χέλμουτ Σμιτ οφείλει να αναγνωρίσει αμέσως το προϋπάρχον καθεστώς του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου» και τόνισε πως «πρέπει να μας συνεγερμοποιήσει η δήλωση του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ κ. Λουνς ότι εξεπλάγη με την τουρκική εισβολή». Ύστερα από αυτό ο τότε καγκελάριος Χέλμουτ Σμιτ αναγνώρισε την εκλεγμένη από τον κυπριακό λαό κυβέρνηση του Μακαρίου και διέθεσε μεγάλο ποσό για τους Ελληνικύπριους πρόσφυγες. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να θυμηθούμε το ρόλο της ελληνικής εκπομπής της Ντόιτσε Βέλε, όχι μόνο σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας εμαντίον της χούντας των συνταγματαρχών, αλλά και με έντονη καταδικαστική ενημέρωση, πάντα υπεύθυνη και σοβαρή τις ημέρες του πραξικοπήματος του Ιωαννίδη και της εισβολής στην Κύπρο.

Ερ.: Είχατε εντοπίσει εκείνη την εποχή κάποια διάσταση απόψεων ανάμεσα στο κυβερνών Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας και στην γερμανική διπλωματία αναφορικά με τη διαχείριση του κυπριακού;

Β.Μ.: Επειδή ο Μακάριος ήδη από το 1961 είχε ταχθεί υπέρ της επανένωσης των Γερμανιών στη Διάσκεψη των Αδεσμεύτων στο Βελιγράδι, είχε διαμορφώσει μια πολύ φιλική στάση έναντι της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης. Αυτό το κλίμα όμως δεν ανταποκρινόταν και στη γενική γραμμή που επικρατούσε στη Γερμανία. Ο τύπος δεν ήταν φιλικός προς τον Μακάριο, επειδή την εποχή εκέινη η Τουρκία διαδραμάτιζε ουσιαστικό ρόλο στη Γερμανία. Και αυτό ισχύει τόσο για τον τύπο όσο και για την αντιπολίτευση. Αλλά επί σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων υπήρχε μια συμπάθεια προς τον Μακάριο και αυτή εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος, αλλά και μετά. Η στάση του Σμιτ την εποχή εκείνη αλλά και μετά στα προβλήματα, που είχε δημιουργήσει η εισβολή, ήταν θετική σε αντίθεση με τη στάση της Βρετανίας, που είχε και μεγάλη ευθύνη, καθώς επέτρεψε να γίνει το πραξικόπημα του Ιωαννίδη.

Ερ.: Τριάντα χρόνια μετά την εισβολή το κυπριακό βρίσκεται για άλλη μια φορά σε μια κρίσιμη φάση. Οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν στο δημοψήφισμα το σχέδιο Ανάν και όλα δείχνουν ότι αναβαθμίζονται οι σχέσεις του ψευδοκράτους με την ΕΕ. Τελικά ήταν λάθος η απόρριψη του σχεδίου;

Β. Μ.: Όπως εξελίχθησαν τα πράγματα, ναί, ήταν λάθος. Το σχέδιο Ανάν ήταν βέβαια βεβιασμένο, είχε πολλές ασάφειες και προστάτευε κατά κύριο λόγο την «τουρκοκυπριακή μειονότητα», η οποία δεν αποτελείται μόνο από Τουρκοκύπριους, αλλά η πλειοψηφία της αποτελείται από εποίκους που ήλθαν στο νησί από την Τουρκία. Όμως δεν έχει σαφής ανάλυση στον κυπριακό λαό και των θετικών στοιχείων. Μία πολύ δυσάρεστη συγκυρία αποτελεί το γεγονός ότι μέσα σε έναν χρόνο άλλαξαν οι κυβερνήσεις τόσο στη Λευκωσία το 2003 όσο και στην Αθήνα το 2004. Οι νέες κυβερνήσεις που ανέλαβαν να διαχειρισθούν το θέμα δεν παρουσίασαν σαφώς ότι επρόκειτο να ταχθούν ανεπανόρθωτα υπέρ του σχεδίου, αλλά διαπραγματεύθηκαν με αυτό. Την τελευταία στιγμή ο κυπριακός λαός είχε μείνει μόνο με την εντύπωση ότι όλα ήταν αρνητικά. Δηλαδή δεν τους ανεφέρθη η σημασία που είχε η επιστροφή των προσφύγων Ελληνοκυπρίων στην Αμμόχωστο, και η επιστροφή της Μόρφου. Δεν ανεφέρθη ότι από τις 35 χιλιάδες των τούρκων στρατιωτών θα έμεναν 6 χιλιάδες και αργότερα 600. Όλα αυτά ανεφέρθησαν πολύ έμμεσα, ενώ αντιθέτως ο υπερτονισμός των αρνητικών στοιχείων οδήγησε στο γνωστό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Δεν αξιολογήθηκε σωστά ότι «όχι» σημαίνει στην ουσία διχοτόμηση, που μακροπρόθεσμα κανείς δεν μπορεί να πει που θα πάει. Να θυμίσουμε στο σημείο αυτό ότι ο Μακάριος το 1977 υπέγραψε συμφωνία με τον Ντενκτάς για δημιουργία διζωνικού ομοσπονδιακού κράτους. Επομένως ήταν φυσικό το αποτέλεσμα να δημιουργήσει στην Ευρώπη έκπληξη. Αυτό που τώρα προέκυψε με το «όχι» είναι προοίμιο οριστικής διχοτόμησης του νησιού με απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον.