1. Μετάβαση στο περιεχόμενο
  2. Μετάβαση στο κύριο μενού
  3. Μετάβαση σε περισσότερους ιστοτόπους της DW

100 χρόνια από τον θάνατο του Έγκον Σίλε

31 Οκτωβρίου 2018

Το έργο του αυστριακού εξπρεσιονιστή είχε πολλά πρόσωπα: γκροτέσκες φιγούρες, γυμνά σώματα, σκοτεινά βλέμματα. Ο Έγκον Σίλε έγραψε τη δική του σελίδα στην παγκόσμια ιστορία της τέχνης.

https://p.dw.com/p/37OqW
Εικόνα: picture-alliance/akg-images

Ο Έγκον Σίλε ήταν ένα ανήσυχο, πολυδιάστατο πνεύμα, που έζησε στη Βιέννη σε μια εποχή που αποτελούσε σπουδαίο κέντρο των ευρωπαϊκών γραμμάτων και τεχνών. Το 1910 και 1911 ήταν δύο ιδιαίτερα παραγωγικές χρονιές για τον Σίλε. «Μέσα του σιγόβραζε. Χρειαζόταν πνευματικό αέρα και νέα κίνητρα για να απελευθερώσει τα συναισθήματά του» αναφέρει στο γερμανικό πρακτορείο dpa ο Στέφαν Κουτσενμπέργκερ από το Πανεπιστήμιο της Βιέννης.

Ο σημαντικός ζωγράφος την περίοδο αυτή δεν αρκέστηκε όμως μόνο στα εικαστικά, έγραψε παράλληλα δεκάδες εξπρεσιονιστικά ποιήματα. «Λευκός κύκνος»( Weißer Schwan) , «Το δάσος με τα έλατα» (Tannenwald), «Δύο κληρικοί» (Zwei Chleriker) είναι οι τίτλοι μερικών τα ποιήματα, που μπορούν να διαβάσουν οι επισκέπτες του Μουσείου Λεοπόλδου της Βιέννης μέχρι τις 10 Μαρτίου 2019, στο πλαίσιο της μεγάλης επετειακής έκθεσης με αφορμή τα 100 χρόνια από τον θάνατό του Σίλε, ο οποίος πέθανε στις 31 Οκτωβρίου του 1919.

Η τέχνη στη σκιά του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου

Έγκον Σίλε, Αυτοπροσωπογραφία, 1914
Έγκον Σίλε, Αυτοπροσωπογραφία, 1914Εικόνα: Leopold Museum, Wien, Inv. 454

Ο Έγκον Σίλε πέθανε λίγες μόλις μέρες πριν το τέλος του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου από ισπανική γρίπη. Μάλιστα κατά τραγική ειρωνεία της μοίρας λίγες μέρες νωρίτερα είχε πεθάνει από γρίπη και η αγαπημένη του Εντίθ Χαρμς, γόνος αστικής οικογένειας της Βιέννης, η οποία βρισκόταν μάλιστα σε προχωρημένη εγκυμοσύνη.

Ο ευρωπαϊκός τύπος πρόλαβε ωστόσο λίγους μήνες νωρίτερα να τον χρίσει διάδοχο του Γκούσταβ Κλίμτ, του βασικού εκπρόσωπου του κινήματος της «Νέας Τέχνης» (Jugendstil ή Art Nouveau). «Ήδη ο Σίλε πωλούσε πολλά έργα τέχνης και έκανε σημαντικές εκθέσεις όσο ζούσε», αναφέρει ο Στ. Κουτσενμπέργκερ. Μάλιστα λίγους μήνες πριν πεθάνει σημείωσε και τη μεγαλύτερη καλλιτεχνική του επιτυχία στο πλαίσιο μιας μεγάλης του κινήματος του Ζετσενιονισμού (Sezession ή Απόσχιση) στη Βιέννη. Στην έκθεση αυτή 19 ελαιογραφίες και 29 σκίτσα του Σίλε μονοπώλησαν το ενδιαφέρον. Μελαγχολικά γερμανικά αστικά τοπία, άνδρες που θρηνούν, εξουθενωμένες γυναίκες, παιδιά που ονειρεύονται αλλά που ποτέ δεν γελούν, είναι μερικά από τα μοτίβα που συναντάμε στα έργα του Σίλε, όπως αναφέρει ο αυστριακός ειδικός.

Ποιος ήταν ο Έγκον Σίλε;

«Αγκαλιά», 1917
«Αγκαλιά», 1917Εικόνα: picture-alliance / akg-images

Ο Έγκον Σίλε ήταν γιος ενός υπαλλήλου στους Αυστριακούς Σιδηροδρόμους. Από μικρός ο Σίλε είχε το προνόμιο να μπορεί να ταξιδεύει δωρεάν μαζί με τον πατέρα του κι έτσι γνώρισε καλά την τότε Αυστροουγγαρία. Σε αυτές τις περιπλανήσεις κατά μήκος του Δούναβη ο μικρός Έγκον ζωγράφιζε τοπία. Ο έφηβος Σίλε στα 16 του χρόνια πέρασε στις εξετάσεις για την εισαγωγή στη διάσημη Ακαδημία των Τεχνών της Βιέννης, αλλά λίγο αργότερα εγκατέλειψε τις σπουδές του. Προτίμησε να εργαστεί ως ελεύθερος καλλιτέχνης, αποδεσμευμένος από τα ακαδημαϊκά καλούπια. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Στ. Κουτσενμπέργκερ, ο Έγκον Σίλε κατάφερε να προωθήσει σωστά τη δουλειά του, να χτίσει το δικό του καλλιτεχνικό δίκτυο και να κάνει καλές επαφές. Όπως διαφαίνεται από τη μελέτη προσωπικών του επιστολών, ο Σίλε δεν ήθελε να έχει την κατάληξη του Βαν Γκογκ.

Έτσι από πολύ νωρίς κατάφερε να δείξει το προσωπικό του στίγμα στους απαιτητικούς καλλιτεχνικούς κύκλους της Βιέννης. Και στην αγορά τέχνης κατάφερε να κερδίσει επάξια μια αξιοσημείωτη θέση όσο ακόμη ζούσε. Οι αλλόκοτες αυτοπροσωπογραφίες του, τα χαρακτηριστικά πρόσωπα με τα τσακισμένα άκρα αλλά και ο ιδιότυπος ερωτισμός που αποπνέουν πολλοί πίνακές του τον χαρακτήρισαν εξαρχής. Πέρα όμως από τις 300 ελαιογραφίες και τα περίπου 3000 σκίτσα του, αυτό που έμεινε στην αφάνεια και στο οποίο εστιάζει η μεγάλη έκθεση στο Μουσείο Λεοπόλδου ήταν οι ποιητικές του προσπάθειες. Κι όπως σημειώνει ο αυστριακός μελετητής του, «τα ποιήματα αυτά δεν αποτελούν περιγραφές εικόνων αλλά στέκονται μόνα τους ως αυθύπαρκτα έργα». 

Ματίας Ρέντερ, dpa /Δήμητρα Κυρανούδη